Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψωρίαση η [psoríasi] Ο33 : 1.μη μεταδοτική δερματοπάθεια με κύριο χαρακτηριστικό την εμφάνιση κοκκινωπών κηλίδων που καλύπτονται από ξερά, στιλπνά λέπια: Διάχυτη / στικτή / καθολική ~. 2. (βοτ.) πάθηση φυτών που οφείλεται στην παρουσία διάφορων παρασιτικών εντόμων· ψώρα.
[λόγ. < ελνστ. ψωρία(σις) -ση]