Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψωμόλυσσα η [psomólisa] Ο27α : (λαϊκ.) α. υπερβολικά έντονο αίσθημα πείνας: Έχω μια ~! β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαθλιωμένου από τη μεγάλη φτώχεια· πειναλέος, πεινάλας.
[ψωμο- + λύσσα]