Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψωμοζώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψωμοζώ [psomozó] Ρ10.9α : μόλις που καταφέρνω να εξοικονομώ την καθημερινή μου τροφή: Ψωμοζούν με δύο τρία μεροκάματα τη βδομάδα.

[ψωμο- + ζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες