Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψωμοζητώ [psomozitó] & -άω Ρ10.1α : ζητιανεύω για την καθημερινή μου τροφή: Άπλωνε φοβισμένα το χέρι του στους διαβάτες ψωμοζητώντας.
[μσν. ψωμοζητώ < ψωμο- + ζητώ]