Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψωμοζήτης ο [psomozítis] Ο10 : α.(λαϊκότρ.) αυτός που ζητιανεύει την καθημερινή του τροφή· φτωχός ζητιάνος, ζήτουλας. β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να εκλιπαρεί για οποιοδήποτε ελαχιστότατο βοήθημα, χωρίς ίχνος αυτοσεβασμού και με τρόπο φορτικό, σαν ζητιάνος.
[μσν. ψωμοζήτης < ψωμοζητ(ώ) -ης (αναδρ. σχημ.)]