Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψωμιέρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψωμιέρα η [psomnéra] Ο25α : α.ειδική θήκη όπου φυλάγεται το ψωμί για να μην ξεραίνεται. β. καλαθάκι ειδικό για το σερβίρισμα του ψωμιού.

[ψωμ(ί) -ιέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες