Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχόρμητο το [psixórmito] Ο40 : ορμέμφυτο ένστικτο.
[λόγ. ψυχ(ο)- 2 + ορμ(ή) -ητο, ουδ. του -ητος, σφαλερή δημιουργία (το αρχ. -τος παράγει παθ. ρηματ. επίθετα) μτφρδ. στη δημοτ. της λ. ορμέμφυτον]