Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχρότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχρότητα η [psixrótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του ψυχρού ή, συνήθ. μτφ., η έλλειψη συναισθηματικότητας, ψυχικής θέρμης, ενθουσιασμού, συμπάθειας κτλ.: Xαιρέτησε με ~. Περισσότερο με απωθούσε η ~ του βλέμματός του. Οι σχέσεις μας άρχισαν να αποκαθίστανται ύστερα από μια μεγάλη περίοδο έντασης και ψυχρότητας. || (ειδ.): Σεξουαλική ~.

[λόγ. < αρχ. ψυχρότης, αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες