Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχρολουσία η [psixrolusía] Ο25 : πλήρης απογοήτευση, αποκαρδίωση, εξαιτίας μιας μη αναμενόμενης αποτυχίας, διάψευσης προσδοκίας κτλ.: Ύστερα από την ~ στις δημοτικές εκλογές, το κυβερνητικό κόμμα πρέπει να προσπαθήσει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού.
[λόγ. < αρχ. ψυχρολουσία `κρύο μπάνιο΄ σημδ. γαλλ. douche]