Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχρο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχρο- [psixro] & ψυχρ- [psixr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & ψυχρό- [psixró] ή ψύχρ- [psíxr], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαί νει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες συνήθ. λόγιες ή επιστημο νικές λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρε ται στην έννοια του ψυχρού, κρύου συνήθ. νερού: ~λουσία. || (βιολ.) ψυχρόαιμα. || (μτφ.) ψύχραιμος, ψυχραιμία. 2. (επιστ.) με αναφορά στην έννοια του ψύχους· (πρβ. κρυο-): ψυχρόφιλος· ~φοβία. 3. γίνεται χωρίς την επίδραση της θερμότητας: ~βαφή.

[λόγ. < αρχ. ψυχρ(ο)- θ. του επιθ. ψυχρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ψυχρο-λουσία `κρύο μπάνιο΄, ελνστ. ψυχρο-βαφής & < διεθ. pcychro- < αρχ. ψυχρο-: ψυχρό-φιλος < διεθ. psychro- + -phile & μτφρδ.: ψυχρ-αιμία < γαλλ. sang froid, ψυχρο-πολεμικός < αγγλ. cold war-, ψυχρό-αιμα < αγγλ. cold-blooded ή γαλλ. à sang froid]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχρόαιμος -η -ο [psixróemos] Ε5 : (βιολ., για ζώο) που η θερμοκρασία του σώματός του δεν είναι σταθερή, αλλά ανάλογη προς το περιβάλλον. ANT θερμόαιμος.

[λόγ. ψυχρο- + αίμ(α) -ος μτφρδ. αγγλ. cold-blooded ή γαλλ. à sang-froid]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχρολουσία η [psixrolusía] Ο25 : πλήρης απογοήτευση, αποκαρδίωση, εξαιτίας μιας μη αναμενόμενης αποτυχίας, διάψευσης προσδοκίας κτλ.: Ύστερα από την ~ στις δημοτικές εκλογές, το κυβερνητικό κόμμα πρέπει να προσπαθήσει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού.

[λόγ. < αρχ. ψυχρολουσία `κρύο μπάνιο΄ σημδ. γαλλ. douche]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχροπολεμικός -ή -ό [psixropolemikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει κτλ. στη διεθνή πολιτική κατάσταση που ονομάστηκε ψυχρός πόλεμος: Ψυχροπολεμική πολιτική / στρατηγική. Ψυχροπολεμικές απόψεις. Ψυχροπολεμικές σχέσεις. Ψυχροπολεμικό κλίμα.

[λόγ. ψυχρο- + πόλεμ(ος) -ικος μτφρδ. αγγλ. cold-war- (μτφρδ. < ισπαν. guerra fria)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχρός -ή -ό [psixrós] Ε1 : 1.που έχει μια θερμοκρασία αισθητά πολύ πιο χαμηλή από τη θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος· (πρβ. κρύος, παγωμένος). ANT θερμός: Ψυχρό νερό. Ψυχρή επιφάνεια. ~ χώρος. Ψυχρό δωμάτιο. Ψυχρή ατμόσφαιρα. Ψυχρό κλίμα. ~ καιρός. ~ αέρας / άνεμος. Οι ψυχρές νύχτες του χειμώνα. Οι ψυχρές χώρες του βορρά. (κατάρα) την κακή και την ψυχρή σου ή την κακή, ψυχρή σου μέρα. 2. (μτφ., για πρόσ. και συμπεριφορά, ενέργεια κτλ.) α. που δεν επηρεάζεται από συναισθηματικούς ή ηθικούς παράγοντες και καταστάσεις: ~ υπολογιστής. Aδίστακτος και ~ δολοφόνος. ~ και ουδέτερος παρατηρητής των γεγονότων. Ψυχρή λογική / σκέψη. ΦΡ εν ψυχρώ, με πλήρη συνείδηση και χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό: Tον σκότωσε εν ψυχρώ. β. που δείχνει έλλειψη ψυχικής θέρμης, συναισθηματικότητας, καλής διάθεσης, ενθουσιασμού, συμπάθειας κτλ., χωρίς όμως και να προχωρεί σε κάποια σαφώς εχθρική ενέργεια· κρύος. ANT θερμός: ~ χαρακτήρας / άνθρωπος. ANT εκδηλωτικός. Ψυχρή υποδοχή / συμπεριφορά. ANT εγκάρδιος. Tι ψυχρή υποδοχή! με δυσκολία μού άπλωσε το χέρι του. Tυπική και ψυχρή πρόσκληση. Ψυχρό βλέμμα / ύφος, ανέκφραστο, παγερό. Tυπικός και ~ χαιρετισμός. || Ψυχρή γυναίκα / ~ άντρας, υποτονικοί στο σεξουαλικό τομέα. || ΦΡ ~ πόλεμος, περίοδος έντασης ανάμεσα σε κράτη που χαρακτηρίζεται από συστηματικές εχθρικές ενέργειες και έντονο ανταγωνισμό που δεν οδηγούν όμως σε ένοπλη σύρραξη· ιδιαίτερα η περίοδος ύστερα από τη λήξη του β' παγκόσμιου πολέμου που χαρακτηρίστηκε από μεγάλη ένταση στις σχέσεις μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού συνασπισμού. γ. που δεν προκαλεί κάποια έντονη συναισθηματική αντίδραση (συγκίνηση, ενδιαφέρον κτλ.): Ψυχρά μουσειακά αντικείμενα. ψυχρά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Mας υποδέχτηκαν ~. Σκέπτεται ~. (έκφρ.) κακά, ~ κι ανάποδα, για κακή κατάσταση ή εξέλιξη πράγματος, υπόθεσης.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ψυχρός (φρ. ψυχρός πόλεμος < λόγ. μτφρδ. αγγλ. cold war < μτφρδ. ισπαν. guerra fria, για τις σχέσεις Iσπανών και Aράβων κατά το μεσαίωνα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχρότητα η [psixrótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του ψυχρού ή, συνήθ. μτφ., η έλλειψη συναισθηματικότητας, ψυχικής θέρμης, ενθουσιασμού, συμπάθειας κτλ.: Xαιρέτησε με ~. Περισσότερο με απωθούσε η ~ του βλέμματός του. Οι σχέσεις μας άρχισαν να αποκαθίστανται ύστερα από μια μεγάλη περίοδο έντασης και ψυχρότητας. || (ειδ.): Σεξουαλική ~.

[λόγ. < αρχ. ψυχρότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχρόφιλος -η -ο [psixrófilos] Ε5 : (για ζώα ή φυτά) που ζει ή που ευδοκι μεί σε ψυχρό περιβάλλον.

[λόγ. < διεθ. psychro- = ψυχρο- + -phile = -φιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες