Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχοτρόπος -ος -ο [psixotrópos] Ε14 : (ιατρ.) για φαρμακευτικές ουσίες που δρουν στον ψυχισμό ως διεγερτικά, ή κατασταλτικά, ή που προκαλούν ψυχικές διαταραχές: Ψυχοτρόπα φάρμακα.
[λόγ. < γαλλ. psychotrope < psycho- = ψυχο- 2 + αρχ. τρόπος]