Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχορραγώ [psixoraγó] Ρ10.9α : 1.(για πρόσ.) βρίσκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής μου, κατέχομαι από επιθανάτια αγωνία· ψυχομαχώ· (πρβ. πεθαίνω, χαροπαλεύω). 2. (μτφ., συνήθ. για κράτος, καθεστώς κτλ.) βρίσκομαι πολύ κοντά στο τέλος μου, περνώ τις τελευταίες, γεμάτες αγωνία, στιγμές μου: H δικτατορία ψυχορραγούσε.
[λόγ. < αρχ. ψυχορραγῶ]