Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχοπονώ [psixoponó] & -άω Ρ10.5α : (λαϊκότρ.) αισθάνομαι ψυχικό πόνο, λύπη και συμπάθεια για κπ., για τις ατυχίες του, τις συμφορές του κτλ.: H δυστυχία του έγινε αβάσταχτη από τη στιγμή που έμεινε μόνος, χωρίς φίλους ή συγγενείς να τον ψυχοπονέσουν.
[μσν. ψυχοπονώ < ψυχο- 1 + πονώ]