Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχοπαίδι το [psixopéδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) το παιδί που υιοθετεί κάποιος ή απλώς το παίρνει για να του προσφέρει γονική προστασία· (πρβ. ψυχογιός, ψυχοκόρη): Tο λυπήθηκαν το ορφανό και το πήραν για ~, να ΄χουν κι αυτοί συντροφιά στα γηρατειά τους.
[ψυχο- 1 + παιδ(ί) -ι]