Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχοπαίδα η [psixopéδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η ψυχοκόρη ή, κατ΄ ευφημισμό, η υπηρέτρια που ζει μαζί με μια οικογένεια: Δεν άντεχαν τη φτώχεια κι έστειλαν το κορίτσι στην Aθήνα, ~ σ΄ ένα πλούσιο σπίτι.
[ψυχοπαίδ(ι) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχοπαιδαγωγικός -ή -ό [psixopeδaγojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται ταυτόχρονα στην ψυχολογία και στην παιδαγωγική, και ιδίως που αναφέρεται στην εφαρμογή των πορισμάτων της ψυχολογίας στην παιδαγωγική.
[λόγ. < γαλλ. psychopédagogique < psycho- = ψυχο- 2 + pédagogique = παιδαγωγικός]