Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχομέτρι το [psixométri] Ο44α : (λαϊκότρ.) πλήθος ψυχών, ανθρώπων: Άπειρο ~.
[ψυχο- 1 + μετρ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχομετρία η [psixometría] Ο25 : (ψυχ.) η συστηματική χρήση δοκιμασιών (τεστ) με σκοπό την ποσοτική μέτρηση των ψυχικών φαινομένων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς: Tα τεστ νοημοσύνης είναι ένα τυπικό παράδειγμα εφαρμογής της ψυχομετρίας.
[λόγ. < γαλλ. psychométrie < psycho- = ψυχο- 2 + -métrie = -μετρία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχομετρικός -ή -ό [psixometrikós] Ε1 : (ψυχ.) που ανήκει ή που αναφέ ρεται στην ψυχομετρία, που σχετίζεται με αυτή: Ψυχομετρικές μέθοδοι.
[λόγ. < γαλλ. psychométrique < psychométr(ie) = ψυχομετρ(ία) -ique = -ικός]