Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχομάνα η [psixomána] Ο25α πληθ. και ψυχομανάδες : (λαϊκότρ.) η θετή (με ή χωρίς νομική πράξη) μητέρα κάποιου· (πρβ. μητριά, ψυχοπατέρας): Tην ~ του την αγαπούσε κι από την πραγματική του μάνα περισσότερο.
[ψυχο- 1 + μάνα]