Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχολογώ [psixoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : (προφ.) διερευνώ και αντιλαμβάνομαι το χαρακτήρα κάποιου ή τις κρυφές σκέψεις, τις προθέσεις ή τα συναισθήματά του.
[λόγ. ψυχολόγ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. psychologiser (< psychologique = ψυχολογικός)]