Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχοθεραπευτικός -ή -ό [psixoθerapeftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία: Ψυχοθεραπευτική μέθοδος / αγωγή.
[λόγ. ψυχο(θεραπεία) + θεραπευτικός]