Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχοβγάλτης ο [psixovγáltis] Ο10 : 1.(λαογρ.) ονομασία του Aρχάγγελου Γαβριήλ, επειδή παρίσταται κατά τη στιγμή της εκπνοής ανθρώπου που πεθαίνει. 2. (μτφ., προφ.) για όποιον ταλαιπωρεί κπ. υπερβολικά.
[ψυχο- 1 + βγαλ- (βγάζω) -της]