Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχικός -ή -ό [psixikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ψυχή, τη συνείδηση: Ψυχικά φαινόμενα. Ψυχικές καταστάσεις. ~ κόσμος. Ψυχι κά χαρίσματα.

[λόγ. < αρχ. ψυχικός `που αναφέρεται στην ψυχή΄ & σημδ. γαλλ. psychique < αρχ. ψυχικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες