Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχικό το [psixikó] Ο38 : οποιαδήποτε πράξη με την οποία κάνουμε ένα καλό σε άλλον, χωρίς να αποβλέπουμε σε κάποια άμεση υλική ανταμοιβή, αλλά μόνο στη μετά θάνατο ανάπαυση της ψυχής μας: Kάνω ~.
[ελνστ. ψυχικόν `πράξη για την ψυχή πεθαμένου΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ψυχικός, μσν. σημ.: `ελεημοσύνη΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχικός -ή -ό [psixikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ψυχή, τη συνείδηση: Ψυχικά φαινόμενα. Ψυχικές καταστάσεις. ~ κόσμος. Ψυχι κά χαρίσματα.
[λόγ. < αρχ. ψυχικός `που αναφέρεται στην ψυχή΄ & σημδ. γαλλ. psychique < αρχ. ψυχικός]