Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχαναλυτικός -ή -ό [psixanalitikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ψυχανάλυση ή που γίνεται σύμφωνα με τα διδάγματά της: Ψυχαναλυτική μέθοδος / μελέτη. Ψυχαναλυτική θεωρία.
[λόγ. < γαλλ. psychanalytique < psychanaly(se) = ψυχανάλυ(σις) -tique = -τικός]