Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυλλιάζομαι [psilázome] Ρ2.1β : (προφ.) υποψιάζομαι κτ. περισσότερο με τη διαίσθησή μου και λιγότερο από κάποια ασαφή και αβέβαια στοιχεία· μυρίζομαι, διαισθάνομαι, μπαίνουν ψύλλοι στ΄ αυτιά μου: Tο ψυλλιάστηκα πως μου ΄λεγε ψέματα από το ύφος του. Kαλά το ΄χα ψυλλιαστεί ότι θέλεις να με ξεγελάσεις.
[ψύλλ(ος) -ιάζομαι]