Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυκτικός -ή -ό [psiktikós] & ψυχτικός -ή -ό [psixtikós] Ε1 : που παράγει ψύξη: Ψυκτική συσκευή. Ψυκτικό μηχάνημα / μείγμα. ~ θάλαμος. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο ψυκτικός, τεχνικός ή τεχνίτης ειδικευμένος στις ψυκτικές μηχανές.
[λόγ. < αρχ. ψυκτικός `που ψύχει΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]