Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψιχαλίζει
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιχαλίζει [psixalízi] Ρ2.1α : πέφτει ψιλή και αραιή (σε σταγόνες) βροχή· (πρβ. ψιλοβρέχει): Άρχισε να ~. Ψιχάλιζε όλη την ημέρα.

[μσν. ψιχαλίζει < ψιχάλ(α) -ίζει]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες