Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψιχάλισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιχάλισμα το [psixálizma] Ο49 : η ψιλή και αραιή (σε σταγόνες) βροχή: Είχε αρχίσει πάλι εκείνο το μονότονο και εκνευριστικό ~.

[ψιχαλισ- (ψιχαλίζει) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες