Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιχάλα η [psixála] Ο25α : σταγόνα βροχής: Ψιλές / χοντρές ψιχάλες.
[μσν. *ψιχάλα (πρβ. μσν. ψιχαλίζει) συμφυρ. ψεκάδα < αρχ. ψεκάς, αιτ. -άδα + ψίχαλο `ψίχουλο΄ < αρχ. ψιχ- (δες ψίχα) -αλο]