Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψιτ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιτ [psít] : (προφ., λαϊκ.) ως κλητικό επιφώνημα που λέγεται για να καλέσουμε κπ., να τραβήξουμε την προσοχή του κτλ.: ~! κύριος.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιττακίαση η [psitakíasi] & ψιττάκωση η [psitákosi] Ο33 : (ιατρ.) θανατηφό ρα ασθένεια των παπαγάλων που μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρω πο.

[λόγ. ψιττακ(ός) + -ία(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. psittacose = ψιττάκωση· λόγ. < γαλλ. psittacose < λατ. psittac(us) < ελνστ. ψιττακ(ός) -ose = -ωσις > -ωση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιττακίζω [psitakízo] Ρ2.1α : (λόγ.) παπαγαλίζω.

[λόγ. < μσν. ψιττακίζω `μιλώ πολύ΄ < ψιττακ(ός) -ίζω σημδ. αγγλ.(;) parrot]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιττακισμός [psitakizmós] Ο17 : 1.(λόγ.) παπαγαλισμός. 2. (ιατρ.) μηχανική επανάληψη λέξεων, φράσεων που άκουσε κάποιος χωρίς να καταλαβαίνει το νόημά τους.

[λόγ.: 1: ψιττακισ- (ψιττακίζω) -μός· 2: γαλλ. psittacisme < λατ. psittac(us) < ελνστ. ψιττακ(ός) -ism = -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιττακός ο [psitakós] Ο17 : (λόγ.) ο παπαγάλος.

[λόγ. < ελνστ. ψιττακός, αρχ. ψιττάκη ἡ (ανατολ. προέλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες