Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιλός -ή -ό [psilós] Ε1 : 1.(για πράγμα) που η κάθετη τομή του έχει πολύ μικρή ή ελάχιστη διάμετρο, που έχει ελάχιστο ή καθόλου πάχος· λεπτός. ANT χοντρός: Ψιλή κλωστή. Ψιλό σκοινί / καλώδιο / σύρμα. ~ αλλά γερός σπάγγος. Ψιλή βέργα. Ψιλό κλαράκι. Ψιλή βελόνα. Ψιλά καρφιά. Ψιλά μακαρόνια. Ψιλό χαρτί / ύφασμα. Ψιλή κουβέρτα / φανέλα. Ψιλή φλούδα / λαμαρίνα. Kόβω το ψωμί σε πολλές ψιλές φέτες. || που αποτελείται από ψιλούς κόκκους: Ψιλό χώμα. Ψιλή άμμος. Ψιλή ζάχαρη. Ψιλό αλάτι. Ψιλή σκόνη. Ψιλή φακή. Ψιλά φασόλια. || Ψιλές σταγόνες βροχής. Ψιλή βροχή. || Ψιλό κόσκινο, με πολύ μικρές τρύπες. ΦΡ περνώ κπ. ή κτ. από ψιλό κόσκινο*. ψιλά γράμματα*. δένω κτ. σε ψιλό μαντίλι, παίρνω στα σοβαρά κτ. που ειπώθηκε ή κτ. που μου υποσχέθηκαν: Mια κουβέντα είπαμε κι αυτός την έδεσε σε ψιλό μαντίλι. ψιλή κουβέντα, κουβεντολόι: Στήσαμε / πιάσαμε ψιλή κουβέντα. (δουλεύω κπ.) ψιλό γαζί*. ψιλό παιχνίδι / χαρτί, για τυχερό παιχνίδι ή χαρτοπαιξία όπου δε διεκδικούνται πολλά χρήματα. ANT χοντρό. || Tον κούρεψαν με την ψιλή (μηχανή), σύρριζα. 2. (για ήχο και συνήθ. για φωνή) που έχει οξύ και διαπεραστικό τόνο αλλά, συνήθ., χαμηλή ένταση· λεπτός. ANT χοντρός. Ψιλή παιδική φωνή. 3α. (νομ.) ψιλή κυριότητα (περιουσίας, τίτλου κτλ.), κυριότητα χωρίς δικαίωμα επικαρπίας. ~ κύριος, που έχει την ψιλή κυριότητα πράγμα τος. β. (λόγ.) ΦΡ ψιλώ ονόματι, απλώς και μόνο κατ΄ όνομα, όχι κατ΄ ουσίαν. 4. (γραμμ.) α. (στην αρχ. γραμμ.) ψιλά σύμφωνα, τα κ, π, τ (σε αντιδιαστολή προς τα μέσα και τα δασέα). β. (ως ουσ.) η ψιλή*. 5. (ως ουσ.) α. (προφ., λαϊκ.) το ψιλό, για αόριστα μικρό χρηματικό ποσό, συνήθ. σε κέρματα, αλλά και σε χαρτονόμισμα· λεφτό· (πρβ. ψιλά): Δώσε κανένα ψιλό. β. τα ψιλά*. γ. (οικ.) το ψιλό, η ούρηση: Kάνω το ψιλό μου, ουρώ. || ΦΡ παίρνω κπ. στο ψιλό, τον κοροϊδεύω, τον περιπαίζω: Mην τα πεις και πουθενά αλλού αυτά, γιατί θα σε πάρουν στο ψιλό. περνάω κτ. στα ψιλά, ιδίως για είδηση σε εφημερίδα, που δεν της δίνεται η απαιτούμενη προβολή. 6. (ως ουσ.) ο ψιλός, στην αρχαία Ελλάδα, ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης· (πρβ. οπλίτης2).
ψιλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. [1, 2: αρχ. ψιλός `γυμνός, σκέτος, αποψιλωμένος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 3α: λόγ. σημδ. γαλλ. nue-proprieté· 3β: κατά τη σημ. 3α· 4: λόγ. ελνστ. σημ.· 5: επέκτ. της σημ. 1· 6: λόγ. αρχ. σημ.· ψιλ(ός) -ούτσικος]