Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιλολογώ [psiloloγó] Ρ10.11α : εξετάζω, ελέγχω κτ. ως τις πιο μικρές λεπτομέρειές του, με μεγάλη ή και υπερβολική σχολαστικότητα και προσοχή· λεπτολογώ, ψιλοκοσκινίζω: Tα ψιλολογείτε πολύ τα πράγματα, ενώ είναι τόσο απλά.
[ψιλο- + -λογώ]