Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιλοκοσκινίζω [psilokoskinízo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1.κοσκινίζω κτ. με πολύ λεπτό κόσκινο: Ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι. 2. (μτφ.) ελέγχω, εξετάζω κτ. (μια κατάσταση, υπόθεση, λόγο κτλ.) ως τις πιο μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειές του με υπερβολική σχολαστικότητα· ψιλολογώ: Mην ψιλοκοσκινίζεις τις καταστάσεις.
[ψιλο- + κοσκινίζω]