Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιλοδουλειά η [psiloδulá] Ο24 : 1.χειρωνακτική εργασία, έργο που απαιτεί ιδιαίτερη επιδεξιότητα και προσοχή στις μικρές λεπτομέρειες· λεπτοδουλειά: Έχει πολλή ~ (ένα κέντημα, κόσμημα κτλ.). 2. δουλειά, έργο που απαιτεί λίγο χρόνο και προσπάθεια: Όπου να ΄ναι τελειώνουμε· κάτι ψιλοδουλειές μείνανε.
[ψιλο- + δουλειά]