Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιλικατζής ο [psilikadzís] Ο8 θηλ. ψιλικατζού [psilikadzú] Ο37 : α.ο ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, καταστήματος ψιλικών ειδών: Ο ~ της γειτονιάς μας. β. (μειωτ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που επιδιώκει μικρά κέρδη ή που έχει ευτελείς και ασήμαντους στόχους και επιδιώξεις: Οι ψιλικατζήδες της πολιτικής και οι έμποροι της ψευτιάς.
[ψιλικ(ά) -ατζής· ψιλικατζ(ής) -ού]