Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιθυριστής ο [psiθiristís] Ο7 : αυτός που κρυφά διαδίδει ψευδείς φήμες προκειμένου να κλονίσει το κύρος μιας πολιτικής εξουσίας και να προκαλέσει την ανησυχία της κοινής γνώμης: H χούντα συνελάμβανε πολλούς δημοκρατικούς πολίτες με την κατηγορία του ψιθυριστή.
[λόγ. < ελνστ. ψιθυριστής, αρχ. σημ.: `που ψιθυρίζει΄]