Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηφώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψηφώ [psifó] & -άω Ρ10.1α : (συνήθ. σε αρνητ. προτάσεις) παίρνω υπόψη μου κπ. ή κτ., του δίνω σημασία, τον υπολογίζω. ANT αψηφώ: Δεν ψηφά τον κίνδυνο, δεν τον λογαριάζει, δεν τον φοβάται, τον αψηφά, τον περιφρονεί. Kανέναν δεν ψηφά, δεν υπολογίζει, δε σέβεται.

[μσν. ψηφῶ (στη νέα σημ.) < αρχ. ψηφ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ψηφισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες