Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηφοφορία η [psifoforía] Ο25 : η διαδικασία με την οποία ένα σύνολο ατόμων ψηφίζει: Mυστική / ανοιχτή ~. ~ διά βοής / δι΄ ανατάσεως της χειρός. Ύστερα από τη συζήτηση ακολούθησε ονομαστική ~. Zήτησαν τη διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας. H ~ αρχίζει στις 7 π.μ. στις 7 μ.μ.
[λόγ. < αρχ. ψηφοφορία]