Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηφοθηρώ [psifoθiró] Ρ10.9α : προσπαθώ να προσελκύσω ψηφοφόρους με κάθε είδους μέθοδο ή τέχνασμα, αθέμιτο ή και ηθικά επιλήψιμο (με παραπλανητικές εντυπώσεις, με παροχή ανταλλαγμάτων κτλ.): Ψηφοθηρούσαν μοιράζοντας αφειδώς υποσχέσεις. Ψηφοθηρείτε εκμεταλλευό μενοι την ευπιστία του λαού.
[λόγ. ψηφοθηρ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]