Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηφοθήρας ο [psifoθíras] Ο3 : αυτός που επιδίδεται σε ψηφοθηρία: Ψηφοθήρες και πολιτικάντηδες ικανοί μόνο να εξαπατούν το λαό.
[λόγ. ψήφ(ος) -ο- + -θήρας]