Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηφιδωτός -ή -ό [psifiδotós] Ε1 : α.(για παράσταση, σχέδιο κτλ.) που τον έχουν φτιάξει με πολύ μικρές χρωματιστές πέτρες (ψηφίδες) κατάλληλα τοποθετημένες και συγκολλημένες επάνω σε μια επιφάνεια: Ψηφιδωτή εικόνα / διακόσμηση. Ο ~ διάκοσμος ενός βυζαντινού ναού. || που έχει ψηφιδωτή διακόσμηση: Ψηφιδωτό δάπεδο. β. (ως ουσ.) το ψηφιδωτό, ψηφιδωτή παράσταση, εικόνα, σχέδιο κτλ.· (πρβ. μωσαϊκό): Ρωμαϊκό / παλαιοχριστιανικό / βυζαντινό ψηφιδωτό. Θαυμάσιο / πολύτιμο ψηφιδωτό.
[λόγ. ψηφιδ- (δες ψηφίδα) -ωτός]