Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψητός -ή -ό [psitós] Ε1 : 1.(για φαγητό) που το παρασκευάζουν ή το έχουν παρασκευάσει με ψήσιμο· ψημένος: Ψητό κρέας / μοσχαράκι / κοτόπουλο / ψάρι. Ψητές πατάτες / πιπεριές. Πώς τα προτιμάτε τα ψάρια; ψητά ή τηγανητά; || (ως ουσ.) το ψητό, για ψητό κρέας: Παράγγειλε μια μερίδα ψητό με πατάτες. || (ως ουσ.) τα ψητά, για ψητά φαγητά: Ο γιατρός τού συνέστησε να αποφεύγει τα τηγανητά και να προτιμά τα ψητά. 2. (προφ., λαϊκ., ως ουσ.) το ψητό: α. το κύριο ή επίμαχο σημείο ενός θέματος, μιας υπόθεσης· ουσία: Άσε τα πολλά λόγια και προχώρα στο ψη τό. β. κέρδος, κυρίως οικονομικό· (πρβ. ψαχνό): Έχει πολύ ψητό η δουλειά.
[αρχ. ἑψητός `βραστός΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ἕψω > ψήνω (η σημερ. σημ. μσν.)]