Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψηστικά τα [psistiká] Ο38 : η αμοιβή (φούρναρη, ψήστη κτλ.) για το ψήσιμο φαγητού.

[ψήστ(ης) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες