Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψησταριά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψησταριά η [psistarjá] Ο24 : 1.συσκευή ή εγκατάσταση ειδική για το ψήσιμο κρεάτων στα κάρβουνα: ~ με σούβλα. || Hλεκτρική ~, με ηλεκτρικό ρεύμα. 2. εστιατόριο όπου σερβίρονται φαγητά παρασκευασμένα σε ψησταριά· ψητοπωλείο.

[ψήστ(ης) -αριά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go