Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηστήρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψηστήρι το [psistíri] Ο44α : (προφ., λαϊκ.) επίμονη προσπάθεια να πειστεί κάποιος για κτ. με κατ΄ ιδίαν συζήτηση: Aρχίζω το ~. Aρχίζω / πιάνω κπ. στο ~. || (ειδικότ.) ανάλογη προσπάθεια για σύναψη ερωτικών σχέσεων: Aπό την πρώτη κιόλας στιγμή που τη γνώρισε άρχισε το ~.

[ψησ- (ψήνω) -τήρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες