Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηλώνω [psilóno] Ρ1α : 1α.αυξάνομαι σε ύψος, γίνομαι ψηλός ή περισσότερο ψηλός: Ψήλωσε ο γιος σου, έγινε πια άντρας. Ψήλωσαν οι λεμονιές / τα στάχυα. β. (μτφ.) αισθάνομαι υπεροχή: Mε τόσους επαίνους αισθάνομαι ξαφνικά να ~. 2. αυξάνω κτ. σε ύψος, του δίνω περισσότερο ύψος· (πρβ. υψώνω): Nα ψηλώσουμε λίγο το φράχτη. || (για ένδυμα) κάνω κπ. να φαίνεται ψηλότερος απ΄ ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Tην ψηλώνει το κολάν. || (λογοτ.) υψώνομαι: Ψήλωσε ο ήλιος στον ορίζοντα.
[μσν. ψηλώνω < υψηλώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το υψηλός > ψηλός < υψηλ(ός) -ώνω]