Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηλά [psilá] επίρρ. : α.σε μεγάλο ύψος. ANT χαμηλά: ~ στον ιστό κυμάτι ζε η σημαία. Εκεί ~, στις χιονισμένες κορυφές των βουνών. Είναι πολύ ~, δεν το φτάνω. || προς ένα σημείο που βρίσκεται ψηλά: Έστρεψε το βλέμ μα του ~ στον ουρανό. ΦΡ ~ τα χέρια, ως πρόσταγμα οπλοφόρου σε κπ., για να ανυψώσει τα χέρια σε ένδειξη παράδοσής του. σηκώνω ~ τα χέρια*. με / έχω / κρατώ το μέτωπο* ~. με το κεφάλι* ~. έχει / πήρε / σήκωσε (πολύ) ~ τον αμανέ*. έχει ~ τη μύτη* του. β. σε μία ανώτερη από άποψη κοινωνική, ηθική κτλ. θέση· (πρβ. υψηλός): Aνέβηκε ~. Ποιος το περίμενε ότι αυτό το χωριατόπαιδο θα έφτανε τόσο ~! «Λίγο ακόμα να σηκωθούμε, λίγο ψηλότερα».
ψηλούτσικα YΠΟKΟΡ. [ψηλ(ός) επίρρ. -ά· ψηλ(ά) -ούτσικα, επίρρ. του -ούτσικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηλάφηση η [psiláfisi] Ο33 : η ενέργεια του ψηλαφώ, εξέταση και αναζή τηση με την αφή: ~ του σφυγμού. H διάγνωση της βρογχοκήλης γίνεται και με ~.
[λόγ. < ελνστ. ψηλάφη(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηλαφητός -ή -ό [psilafitós] & ψηλαφιστός -ή -ό [psilafistós] Ε1 : που μπορούν να τον ψηλαφίσουν, να τον αντιληφθούν με την αφή. || (συνήθ. μτφ.): Ψηλαφητό σκοτάδι, πολύ πυκνό.
ψηλαφητά & ψηλαφιστά ΕΠIΡΡ ψηλαφώντας, ψάχνοντας μόνο με την αφή, χωρίς την όραση: Aνέβηκε τη σκοτεινή σκάλα ~. [λόγ. < ελνστ. ψηλαφητός· λόγ. ψηλαφισ- (ψηλαφίζω) -τός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηλάφιση η [psiláfisi] Ο33 : ψηλάφηση.
[λόγ. ψηλαφι- (ψηλαφίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηλάφισμα το [psiláfizma] Ο49 : ψηλάφηση.
[λόγ. ψηλαφισ- (ψηλαφίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηλαφώ [psilafó] -ούμαι Ρ10.9 & ψηλαφίζω [psilafízo] -ομαι Ρ2.1 : α.αγγίζω και πιέζω ελαφρά κτ. με τις άκρες των δαχτύλων, για να διαπιστώσω τι κρύβεται μέσα ή πίσω από αυτό, ποια σύσταση, σχήμα κτλ. έχει: Ο γιατρός ψηλάφισε σκεπτικός τον πρησμένο λαιμό του αρρώστου. β. αναζητώ με την αφή κτ. που δεν το αντιλαμβάνομαι με την όραση: ~ το σφυγμό του αρρώστου. || ψάχνω με τα χέρια σαν τυφλός: Προχώρησε στο σκοτεινό διάδρομο ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι.
[λόγ. < αρχ. ψηλαφῶ· ψηλαφ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ψηλαφησ-]