Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψεύδομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψεύδομαι [psévδome] Ρ αόρ. ψεύσθηκα, απαρέμφ. ψευσθεί : (λόγ.) δίνω ψευδή πληροφορία, υπόσχεση κτλ., προβάλλω ψευδή ισχυρισμό· λέω ψεύδη, ψέματα· (πρβ. ψευδολογώ): ~ κατάφωρα / ασύστολα. Είναι φανερό ότι, όταν λέει πως δε γνωρίζει τίποτα, ψεύδεται. Ο μάρτυρας ψεύδεται, κύριε πρόεδρε.

[λόγ. < αρχ. ψεύδομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες