Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψευτοπαλικαράς ο [pseftopalikarás] Ο1 θηλ. ψευτοπαλικαρού [pseftopa likarú] Ο37 & ψευτοπαλληκαράς ο [pseftopalikarás] Ο1 θηλ. ψευτοπαλληκαρού [pseftopa likarú] Ο37 : αυτός που προσποιείται, που παριστάνει τον παλικαρά, το γενναίο: Mόλις αγρίεψα οι ψευτοπαλικαράδες το έβαλαν στα πόδια.
[ψευτο- + παλικαράς, παλληκαράς· ψευτοπαλικαρ(άς), ψευτοπαλληκαρ(άς) -ού]