Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψευτοζώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτοζώ [pseftozó] Ρ10.9α αόρ. ψευτοέζησα, απαρέμφ. ψευτοζήσει : ζω με ελάχιστους πόρους, με στερήσεις.

[ψευτο- + ζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες