Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψευτίζω [pseftízo] Ρ2.1α μππ. ψευτισμένος : 1α.κατασκευάζω κτ. με κατώτερα υλικά ή εργασία κατώτερης ποιότητας, υποβιβάζω ποιοτικά· (πρβ. νοθεύω): Tα ψεύτισαν τα καινούρια υφάσματα. Για να κερδίζει περισσότερα άρχισε να ψευτίζει τη δουλειά του. β. (για προϊόν, κατασκευή κτλ.) υποβιβάζομαι ποιοτικά: Ψεύτισε πια εντελώς το εγχώριο χαρτί. 2. (μτφ., για ιδανικά, αξίες κτλ.) υποβιβάζω κτ. ή υποβιβάζομαι ως προς την ποιότητα, αξία κτλ.: Ψευτίζουν τη γλώσσα μας, παραφθείρουν, ευτε λίζουν.
[ψεύτ(ης) -ίζω]